Το Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς και η Κατερίνα Καλούδη παρουσιάζουν την έκθεση με τίτλο «Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου».
Μετά την απώλεια των δικών της ανθρώπων, η Κατερίνα Καλούδη κλήθηκε να απομακρύνει από το πατρικό της σπίτι τα προσωπικά τους αντικείμενα και τα οικογενειακά κειμήλια. Κατά τη διάρκεια αυτής της επίπονης διαδικασίας, και με τη φωτογραφική της μηχανή ανά χείρας, δημιούργησε μια ιδιαίτερη σειρά έργων. Επέλεξε το μέσο που μεταχειρίζεται με επιτυχία για την καλλιτεχνική της έκφραση ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ιστορίες του παρελθόντος της και την απώλεια των γονιών της. Η φωτογραφία άλλωστε έχει τη «μαγική» ιδιότητα να ανασύρει στη μνήμη μας αναμνήσεις, να μας εμποδίζει από το να ξεχάσουμε τα γεγονότα που πέρασαν, να ζωντανεύει στη θύμησή μας τους ανθρώπους που έφυγαν, να μας κάνει να νοσταλγούμε. Έτσι στωικά, η Κατερίνα Καλούδη εσωκλείει στις εικόνες της την τελευταία της συνομιλία με τους γονείς της και τους αποχαιρετά με τη γέννηση ενός καλλιτεχνικού έργου.
Για τη νέα της φωτογραφική δουλειά, η δημιουργός δανείστηκε τον τίτλο «Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου» από τη μετάφραση του βιβλίου της Lydia Flem Comment j’ ai vidé la maison de mes parents που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Μελάνι» (2006). Η εργασία της Κατερίνας Καλούδη σχετίζεται με την ψυχολογική και πρακτική διεργασία που όλοι, κάποια στιγμή στην ζωή, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Η διαδικασία του αδειάσματος αφύπνισε θύελλα συγκινήσεων, έγινε μέρος της αυτοανάλυσής της, της αναδρομής στην μέχρι τότε ζωή της και σε αυτή των γονιών και των υπολοίπων προγόνων της.
Η ανάγκη της να διαχειριστεί το πένθος, τα ευάλωτα συναισθήματα και την ανασκόπηση του παρελθόντος, παράλληλα με την πανδημία του κορονοϊού που της έδωσε απρόσμενο χρόνο, την οδήγησαν να μετατρέψει την τραπεζαρία του πατρογονικού σπιτιού της σε φωτογραφικό στούντιο, και να δημιουργήσει εικόνες μέσα από τα αντικείμενα, τα υφάσματα, τα ρούχα, τις παλιές φωτογραφίες, τις αναμνήσεις – τις κάθε λογής ιστορίες της οικογένειας και τους φανταστικούς εσωτερικούς διαλόγους της.
Η δημιουργία των έργων μεταμόρφωσε την όλη εσωτερική κι εξωτερική διεργασία της για το άδειασμα του σπιτιού των γονιών της. Της έδωσε τη δύναμη και τον τρόπο να συνειδητοποιήσει βαθύτερα τον σύνδεσμο με αυτούς από τους οποίους προήλθε, να τους τιμήσει, να τους ευχαριστήσει, να τους συγχωρήσει. Και να αποσυνδεθεί.
Η έκθεση έχει δύο άξονες ύπαρξης. Ο ένας είναι ένας φωτογραφικός καλλιτεχνικός διάλογος, κι ο άλλος ένας συναισθηματικός διάλογος ενός ανθρώπου που κοιτάει το παρελθόν του κι έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο. Άξονες αόρατους, που φαίνονται σαν ένας.
Τον σχεδιασμό της έκθεσης επιμελήθηκαν η Ναταλία Μπούρα και ο Παύλος Θανόπουλος.